- μήλιγγας
- ο , μήλίγγι τό1) висок; 2) разум;
§ τί λέει το μήλίγγι σου; — что ты говоришь?; — какой ты вздор несёшь?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τί λέει το μήλίγγι σου; — что ты говоришь?; — какой ты вздор несёшь?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μήλιγγας — ο βλ. μήνιγγας … Dictionary of Greek
μήλιγγας — ο ο κρόταφος, το μηλίγγι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέλιγγας — ο (Μ μέλιγγας και μήλιγγας) βλ. μήλιγγας … Dictionary of Greek
μήνιγγας — και μήλιγγας, ο η μήνιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μήνιγγα, κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek